Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 23, 2005

Ο κ. Αριστείδης

Με τις πυτζάμες τις ριγέ, μπροστά στη γκρίζα οθόνη
Κι ένα βαρύ γλυκό καφέ λουφάζει στο σαλόνι
Δουλειά και σπίτι και δουλειά σαράντα τόσα χρόνια

Πως μεγαλώνουν τα παιδιά,
έτσι τελειώνουν όλα αυτά θυμάται και χαμογελά
ο κύριος Αριστείδης, ο κύριος Αριστείδης
Μια Κυριακή απόγεμα στο δρόμο της Δευτέρας
Λιγάκι πριν το ξύπνημα άλλης μια ίδιας μέρας
Σηκώνεται απ’ τον καναπέ και την οθόνη σβήνει
Βουτάει το καπέλο του, την πόρτα πίσω κλείνει
ο κύριος Αριστείδης, ο κύριος Αριστείδης

Τους δρόμους παίρνει στα τυφλά μονάχος μες τη πόλη
Πόρτες παράθυρα κλειστά, κι αναρωτιέται σιωπηλά
που να χαθήκαν όλοι
Κατέβηκε στο Πειραιά λιγάκι πριν τη Δύση
Με μια συνήθεια παλιά στο κύμα να μιλήσει

Ένα καράβι όνειρα μια νύχτα θ’ αρματώσει
Και σε απόμακρο νησί θα πάει να ξεφορτώσει
Ελπίδες όρκους έρωτες, ευχές και παραδόσεις
Και μια ζωή αντιπαροχή, μια ζωή με δόσεις
ο κύριος Αριστείδης, ο κύριος Αριστείδης

Με τις πυτζάμες τις ριγέ, μπροστά στη γκρίζα οθόνη
Κι ένα βαρύ γλυκό καφέ, βουλιάζει στο σαλόνι

Δεν υπάρχουν σχόλια: